- ὑποκρίσιας
- ὑπόκρισιςreplyfem acc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταρτούφος — ο, Ν 1. ήρωας ομώνυμης κωμωδίας τού Μολιέρου, ενσάρκωση τής κακίας και τής υποκρισίας 2. ως προσηγ. α) άνθρωπος ανήθικος ο οποίος μιλά συνεχώς για την ηθική προκειμένου να εξαπατά έτσι τους αφελείς β) υποκριτής και ψευδευλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ … Dictionary of Greek
υποκριτικότητα — η, Ν [υποκριτικός] η ικανότητα υποκρισίας, προσποίησης … Dictionary of Greek
Άλμπι, Έντουαρντ — (Edward Albee, Ουάσινγκτον 1928 –). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας. Μπορεί να θεωρηθεί ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του νέου ρεύματος στο αμερικανικό θέατρο (New wave), που επιχείρησε να απαλλαγεί από έναν εύκολο και επιφανειακό ρεαλισμό, με την… … Dictionary of Greek
Κόμπετ, Γουίλιαμ — (William Cobbett, Φάρνχαμ 1763 – Γκίλφορντ 1835). Άγγλος δημοσιογράφος και πολιτικός. Καταγόταν από ταπεινή οικογένεια και διακρινόταν για το ζωηρό πνεύμα και την ευρεία του μόρφωση. Το 1792 ο Κ. –για να αποφύγει τις συνέπειες καταγγελίας του… … Dictionary of Greek
Κράους, Καρλ — (Karl Kraus, Γίτσιν, Τσεχία 1874 – Βιέννη 1936). Αυστριακός συγγραφέας και δραματουργός. Μορφή αντιφατική, ο Κ. μεταστράφηκε από τον ιουδαϊσμό στον καθολικισμό, τον οποίο όμως επίσης απαρνήθηκε αργότερα για να κηρυχθεί υπέρμαχος της απόλυτης… … Dictionary of Greek
Λαμπίς, Εζέν — (Eugène Marin Labiche, Παρίσι 1815 – 1888). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Καταγόταν από οικογένεια Παρισινών εμπόρων και σπούδασε στο κολέγιο Μπουρμπόν. Όταν αποφοίτησε, πραγματοποίησε το πατροπαράδοτο φοιτητικό ταξίδι της εποχής,… … Dictionary of Greek
Πιραντέλο, Λουίτζι — (Pirandello, Ακράγας 1867 – Ρώμη 1936). Ιταλός θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος. Αντίθετα προς τη θέληση του πατέρα του, διάλεξε τις κλασικές σπουδές και παρακολούθησε πανεπιστημιακά μαθήματα φιλολογίας πρώτα στο Παρίσι και ύστερα στη… … Dictionary of Greek
πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… … Dictionary of Greek
ειλικρίνεια — η ευθύτητα, φιλαλήθεια, έλλειψη υποκρισίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)